-
1 освещение
1. (устройство освещения) о φωτισμός, το σύστημα φωτισμού- κινδύνου3. (воздействие света) η έκθεση σε φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освещение
-
2 освещение
-я ουδ.1. φώτιση, -σμός, φέξη, φέξιμο•освещение здания φωτισμός του κτιρίου•
электрическое освещение ηλεκτροφωτισμός•
керосиновое освещение φωτισμός με πετρέλαιο•
искусственное τεχνητός φωτισμός.
2. μτφ. διασάφηση, διευκρίνιση, διαλεύκανση•освещение вопроса η φώτιση του ζητήματος•
дать правильное освещение фактам φωτιζω σωστά τα γεγονότα•
в -и υπο το φως ή κατά την άποψη•
в -и науки κατά την επιστήμη.
-
3 освещение
освещен||иес1. ὁ φωτισμός, τό <ρῶς:электрическое \освещение ὁ ἡλεκτροφωτισμός, τό ἡλεκτρικό φῶς· искусственное \освещение ὁ τεχνητός φωτισμός, τό τεχνητό φῶς· дневное \освещение τό φως τής ἡμέρας· солнечное \освещение τό φῶς τοῦ ἡλίου, τό ἡλιακό φῶς, τό ἡλιόφως·2. жив. τό φῶς'3. перен ἡ ἐρ. μηνεία:в \освещениеии кого-л. κατά τήν ἐρμηνεία κάποιου.